- φιαλεῖν
- φιάλλωundertakeaor inf act (attic epic doric)φιάλλωundertakefut inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιάλλω — και ἐφιάλλω Α 1. αναλαμβάνω, επιχειρώ κάτι («ὅπως ἕργῳ φιαλοῡμεν», Αριστοφ.) 2. (Σχόλ. Αριστοφ.) «φιαλεῑν μὲν κυρίως τὸ τῇ φιάλῃ πίνειν, νῡν δ ἴσως καὶ κακεμφάτως». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μέλλ. φιαλεῖς, φιαλοῦμεν, που απαντούν στον Αριστοφ., έχουν… … Dictionary of Greek